-
1 παρά-παν
παρά-παν, d. i. παρὰ πᾶν, überall, gänzlich, durchaus; gew. mit dem Artikel, τὸ παράπαν; Her. τὸ π. οὐδὲν ὁμοῖον, 1, 32. 61; τὸ π. ἀμείνους τὰ πολεμικά, Thuc. 6, 80; ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, durchaus an, d. i. wenigstens 200, Her. 1, 193; Thuc. 6, 80 u. öfter; οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄϑεος, Plat. Apol. 26 c; Theaet. 189 a u. öfter, u. Folgde überall.
См. также в других словарях:
παράπαν — ΝΑ επίρρ. (συν. με άρνηση και με το άρθρο το) ουδόλως, καθόλου («οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος», Πλάτ.) αρχ. 1. ολωσδιόλου, τελείως («ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ παράπαν», Ηρόδ.) 2. κατά μέσο όρο, περίπου («ἐπι διηκόσια τὸ παράπαν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek